τροχαλώς

τροχαλώς
τροχαλῶς, ΝΜ- επίρρ. βλ. τροχαλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροχαλῶς — τροχαλός running adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλός — ή, όν, ΜΑ κυρτός, κεκαμμένος αρχ. 1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.) 2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα 3. στρογγυλός, κυκλικός. επίρρ... τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ νεοελλ. (μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”